ταυρούμαι

ταυρούμαι
-όομαι, Α [ταῡρος]
1. γίνομαι άγριος όπως ένας ταύρος, εξαγριώνομαι
2. (με ενεργ. σημ.) ταύρωσον
(κατά τον Ησύχ.) «ταῡρον ποίησον»
3. φρ. «ταυροῡμαι ὄμμα τινί» — ρίχνω άγριο βλέμμα σε κάποιον, τόν αγριοκοιτάζω (Ευρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ταύρος — I Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Κρήτης από την Κνωσό. Αφού κυρίευσε την Τύρο της Φοινίκης, γύρισε στην Κρήτη με πολλούς αιχμαλώτους και πολλά κορίτσια, μεταξύ των οποίων ήταν και η Ευρώπη, κόρη του βασιλιά της Φοινίκης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”