- ταυρούμαι
- -όομαι, Α [ταῡρος]1. γίνομαι άγριος όπως ένας ταύρος, εξαγριώνομαι2. (με ενεργ. σημ.) ταύρωσον(κατά τον Ησύχ.) «ταῡρον ποίησον»3. φρ. «ταυροῡμαι ὄμμα τινί» — ρίχνω άγριο βλέμμα σε κάποιον, τόν αγριοκοιτάζω (Ευρ.).
Dictionary of Greek. 2013.